- θαλασσώ
- θαλασςῶ, -όω (Α) [θάλασσα]βλ. θαλασσώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσῶ — θαλασσόω make pres subj act 1st sg θαλασσόω make pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσώνω — (Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, όω) [θάλασσα] 1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.) 2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα νεοελλ. 1. πέφτω στη θάλασσα 2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω… … Dictionary of Greek